- ξαναδείχνω
- 1. δείχνω πάλι κάτι σε κάποιον2. υποδεικνύω εκ νέου («δεν θα σού ξαναδείξω πώς να τό διορθώσεις»)3. διδάσκω κάτι σε κάποιον εκ νέου4. εμφανίζω πάλι, παρουσιάζω πάλι («ξαναδείχνοντας τα κάλλη που τής έσβησε ο καιρός», Σολωμ.).
Dictionary of Greek. 2013.